- θαυματουργικός
- η , ό1) относящийся к фокусничеству; 2) см. θαυματουργός 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαυματουργικός — ή, ό (Μ θαυματουργικός, ή, όν) [θαυματουργός] 1. αυτός που αναφέρεται στη θαυματουργία 2. αυτός που κάνει θαύματα, ο θαυματουργός. επίρρ... θαυματουργικώς και ά (και με κακή σημ.) με θαυματουργικό τρόπο … Dictionary of Greek
θαυματουργικός — ή, ό αυτός που μπορεί να κάνει θαύματα: Το νερό αυτής της πηγής έχει θαυματουργικές ιδιότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιτς, Κόνραντ — (Conrad Witz,Ρότβαϊλ 1400; –Βασιλεία 1445;).Γερμανός ζωγράφος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες και ενδείξεις για το πώς δέχτηκε τη γαλλοβουργουνδική επίδραση που χαρακτηρίζει το ύφος του, το οποίο πάντως ήταν ιδιαίτερα προσωπικό, γιατί δεν έγινε δυνατόν … Dictionary of Greek
θεουργικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη θεουργία ή το θεουργό (βλ. λλ.), θαυματουργικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)